- μετοικισμος
- μετοικισμόςὁ переселение Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετοικισμός — emigration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμός — ο (ΑΜ μετοικισμός) [μετοικίζω] μετοίκηση, μετανάστευση («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μετοικισμοί — μετοικισμός emigration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμοῦ — μετοικισμός emigration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμῶν — μετοικισμός emigration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμῷ — μετοικισμός emigration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοικισμόν — μετοικισμός emigration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικισμός — διοικισμός, ο (Α) [διοικίζω] ο 1. μετοικισμός 2. ο μετοικισμός τών κατοίκων μιας πόλης ή συνοικίας για να αραιώσουν ή να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής … Dictionary of Greek